χημει(ο)-

χημει(ο)-
Ν
α' συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων, που ως επί το πλείστον έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. χημειοπροφύλαξη < αγγλ. chemoprophylaxis, χημειόσφαιρα < αγγλ. chemosphere κ.ά.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χημει(ο)φωταύγεια — η, Ν (χημ. φυσ.) φαινόμενο φωταύγειας το οποίο συντελείται κατά τη διάρκεια ορισμένων χημικών αντιδράσεων και οφείλεται στην παραγωγή ενός χημικού είδους σε διεγερμένη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemiluminescence <… …   Dictionary of Greek

  • хемо… — Первая составная часть сложных слов, обозначающая отношение их к химии или химическим процессам, например: хемосинтез, хемосорбция, хемотропизм. [греч. χημεια] …   Малый академический словарь

  • хи́мия — и, ж. 1. Наука, изучающая превращения веществ, сопровождающиеся изменением их состава и (или) строения. Прикладная химия. Неорганическая химия. Органическая химия. Теоретическая химия. Учебник химии. 2. Качественный состав чего л. Химия нефти.… …   Малый академический словарь

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • χημειοαίσθηση — η, Ν βιολ. η διαδικασία με την οποία όλοι οι οργανισμοί αποκρίνονται σε χημικά ερεθίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. chemoreception < chemo (πρβλ. χημει[ο] ) + reception «αίσθηση»)] …   Dictionary of Greek

  • χημειοαυτότροφος — η, ο, Ν βιολ. (για οργανισμό) αυτός που χρησιμοποιεί χημικές ουσίες ως πηγή ενέργειας και το διοξείδιο τού άνθρακα ως πηγή άνθρακα για να συνθέσει τις απαραίτητες οργανικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemoautotroph < chemo… …   Dictionary of Greek

  • χημειοδέκτης — ο, Ν βιολ. αισθητήριο όργανο ή κύτταρο που δέχεται χημικά ερεθίσματα, αλλ. χημειοϋποδοχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemoreceptor < chemo (πρβλ. χημει[ο] ) + receptor «δέκτης»] …   Dictionary of Greek

  • χημειοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα… …   Dictionary of Greek

  • χημειοτακτισμός — και παλ. τ. χημικοτακτισμός, ο, Ν βιολ. η προσέλκυση ή απομάκρυνση ενός κυττάρου ή μικροοργανισμού προς ή από μια χημική ουσία (α. «θετικός χημειοτακτίσμός» β. «αρνητικός χημειοτακτισμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chimiotactisme <… …   Dictionary of Greek

  • χημορρόφηση — η, Ν χημ. η χημική ρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemisorption < chemi (< χημει[ο] *) + sorption «ρόφηση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”